Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Τι είναι ο μεταλοιμώδης βήχας;


Ο όρος ‘μεταλοιμώδης βήχας’ (αγγλικά post-viral cough= βήχας μετά από ίωση) χρησιμοποιείται κυρίως στην Ευρωπαϊκή ιατρική βιβλιογραφία (οι Αμερικανοί δεν τον δέχονται) για να περιγράψει έναν επίμονο βήχα που ακολουθεί μια ιογενή λοίμωξη του αναπνευστικού όπως το κοινό κρυολόγημα ή η γρίπη, και διαρκεί πάνω από 8 εβδομάδες

Ο ακριβής μηχανισμός του δεν είναι γνωστός. Ωστόσο, φαίνεται ότι βασικό ρόλο παίζει η απογύμνωση του αναπνευστικού επιθηλίου από τους προστατευτικούς κροσσούς, με αποτέλεσμα την αποκάλυψη γυμνών νευρικών απολήξεων που οδηγούν σε αυξημένη ευαισθησία σε εισπνευστικά και άλλα ερεθίσματα και την πρόκληση βήχα. Έτσι, οι ασθενείς μπορεί να αναφέρουν ότι βήχουν με την ομιλία, το γέλιο, την κατάποση, την εισπνοή κρύου αέρα κτλ. Με τη σειρά του ο παροξυσμικός αυτός βήχας δυσχεραίνει την επούλωση και αναγέννηση του κροσσωτού επιθηλίου, με αποτέλεσμα την παράταση του συμπτώματος.

Εμφανίζεται ιδιαίτερα από το τέλος του φθινοπώρου μέχρι και την άνοιξη, με ένα τυπικό ιστορικό: πριν από μερικές εβδομάδες μέχρι και 1-2 μήνες ο άρρωστος είχε ένα ‘κρύωμα’ που μπορεί να κράτησε μόνο 1-2 ημέρες (καμιά φορά το έχει κιόλας ξεχάσει), και στη συνέχεια του έμεινε ένας βήχας, συνήθως ξηρός, χωρίς κανένα άλλο ενόχλημα. Τις περισσότερες φορές αρχίζει με ένα αίσθημα γαργαλισμού στο λαιμό. Μπορεί να επιτείνεται με την κατάκλιση, ή και να συμβαίνει μόνο τη νύχτα, διακόπτοντας τον ύπνο. Οι παροξυσμοί του μπορεί να είναι επίμονοι και σε κάποια άτομα να προκαλούν δύσπνοια ή και βρογχόσπασμο. 

Οι άρρωστοι συνήθως έχουν δοκιμάσει εμπειρικά 2-3 είδη θεραπείας πριν καταφύγουν στον ειδικό πνευμονολόγο. Τα συνηθέστερα είναι αντιβιοτικά, αποχρεμπτικά /βλεννολυτικά και αντιισταμινικά. Κανένα από αυτά δεν έχει φέρει αποτέλεσμα. Και επειδή ο βήχας γεννάει βήχα, το πρόβλημα διαιωνίζεται.

Είναι αυτονόητο ότι η διάγνωση του μεταλοιμώδους βήχα θα βασισθεί όχι μόνο στην ανεύρεση του ανάλογου ιστορικού και των συναφών ευρημάτων (όπως αναφέρθηκαν παραπάνω), αλλά και στον αποκλεισμό άλλων ενδεχομένων σοβαρών καταστάσεων. Έτσι π.χ. ένας καπνιστής ασθενής με χρόνια βρογχίτιδα μπορεί να βήχει χειρότερα από το συνηθισμένο λόγω παρόξυνσης της χρόνιας πάθησής του, και η αντιμετώπισή του θα είναι ανάλογη. Επίσης, μια χρόνια λανθάνουσα κατάσταση όπως η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση (ΓΟΠ) μπορεί να επιδεινωθεί με τον επίμονο βήχα, να συμμετέχει στον ‘φαύλο κύκλο’ ως πρόσθετο χημικό ερέθισμα, και να πρέπει να τύχει κι αυτή της ανάλογης θεραπείας. Φάρμακα όπως οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (α-ΜΕΑ) για την υπέρταση, μπορεί να εμπλέκονται στην πρόκληση του βήχα, ιδίως αν η εμφάνισή του ακολουθεί την έναρξη της θεραπείας με αυτά. Τέλος, κάποια άλλη πνευμονοπάθεια μπορεί να αποκαλυφθεί για πρώτη φορά με την αφορμή του βήχα, σε ασθενή που μέχρι τότε δεν είχε επισκεφθεί γιατρό.


Στα μη αποτελεσματικά μέσα (που συνήθως έχουν δοκιμάσει οι περισσότεροι ασθενείς), περιλαμβάνονται τα βρογχοδιασταλτικά (εκτός αν υπάρχει απόφραξη), τα αντιβιοτικά (σχεδόν ποτέ δεν υπάρχει ενεργός λοίμωξη), τα αντιισταμινικά και αντιλευκοτριενικά (σχεδόν ποτέ δεν υπάρχει αλλεργία, που όμως συχνά αναφέρεται στους ασθενείς με την εσφαλμένη λογική πως «ό,τι δεν είναι λοίμωξη είναι αλλεργία»), και τα κάθε είδους βλεννολυτικά (που συνήθως επιδεινώνουν τον βήχα με την αύξηση των εκκρίσεων που προκαλούν). 


Σημείωση: Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να αναζητήσει στο Διαδίκτυο το πολύ διαφωτιστικό κείμενο για τον βήχα του καθηγητή Alyn H. Morice, ενός από τους ειδικούς στο πρόβλημα, στη διεύθυνση: http://www.issc.info/cough.html .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου